τσούρμα

τσούρμα
η , τσούρμο τό 1.
1) орЗва; 2) команда (торгового судна); 2. επίρρ. всей оравой, всем скопом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τσούρμα" в других словарях:

  • τσούρμα — τσούρμα, η και τσούρμο, το (λ. ιταλ.) 1. το πλήρωμα εμπορικού πλοίου: Παρατάχτηκε όλη η τσούρμα στο κατάστρωμα. 2. πλήθος ανθρώπων: Μπήκε στο εστιατόριο ένα τσούρμο τουρίστες. 3. ως επίρρ., τσούρμα και τσούρμο ομαδικά, όλοι μαζί, σύγχρονα: Οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσούρμα — η, Ν το τσούρμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciurma «πλήρωμα πλοίου» < κέλευσμα] …   Dictionary of Greek

  • τσουρμάρω — Ν [τσούρμα / τσούρμο] 1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα τού πλοίου μου 2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι …   Dictionary of Greek

  • τσούρμο — το, Ν 1. πλήρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου 2. πλήθος («έκαναν ένα τσούρμο παιδιά») 3. φρ. «κάνω τσούρμο» τσουρμάρω 4. (ως επίρρ.) πολλοί μαζί, ομαδικά («μας ήρθαν τσούρμο χωρίς να ειδοποιήσουν). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσούρμα, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • τσούρμο — το βλ. τσούρμα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»